κρατώ

κρατώ
-άω και -έω (AM κρατῶ, -έω, Α αιολ. τ. κρετέω)
1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ
δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ ὄψου, τῇ δὲ ἀριστερᾷ κρατεῑν τὸν ἄρτον», Πλούτ.)
2. έχω τη δύναμη στα χέρια μου, δεσπόζω, κατισχύω («ἢ εἰς Ἤλιδα δῑαν ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί», Ομ. Οδ.)
3. έχω τη γενική επίβλεψη ή τη διεύθυνση, διοικώ, διευθύνω (α. «είναι ικανός να κρατήσει όλο το νοικοκυριό μόνος του» β. «τόσο μικρός και κρατάει όλο το μαγαζί» γ. «οὐ τοὺς κρατοῡντας χρὴ κρατεῑν ἃ μὴ χρεών», Ευρ.)
4. έχω στην κατοχή μου, είμαι κύριος ή κάτοχος (α. «κρατάει δύο σπίτια μόνος του» β. «τῆς δὲ γῆς τῆς μὲν ἄλλης ἐκράτουν οἱ Μυτιληναῑοι», Θουκ.)
5. (για φήμη, έθιμο κ.λπ.) επικρατώ, είμαι διαδεδομένος («κρατεῑ ἡ φήμη παρὰ Καρχηδονίοις», Πολ.)
6. υποχρεώνω ή δεσμεύω κάποιον να κάνει κάτι (α. «μέ κράτησε δύο ώρες στο τηλέφωνο» β. «μέ κράτησαν πάλι για φαγητό» γ. «καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῑσθαι αὐτὸν ὑπ' αὐτοῡ», ΚΔ)
7. συγκρατώ κάποιον για να μην πάθει ή να μην κάνει κάτι (α. «κράτα το παιδί μην πέσει» β. «μόλις και μετά βίας κρατήθηκε να μην τή σκοτώσει» γ. «ὅσα... αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα», Αριστοφ.)
8. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι κρατούντες
αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία, οι κυβερνώντες
νεοελλ.
1. φυλακίζω κάποιον προσωρινά χωρίς να προηγηθεί δικαστική απόφαση ή βούλευμα ή ένταλμα συλλήψεως («τόν κράτησαν όλη τη νύχτα στο αστυνομικό τμήμα»)
2. κατάγομαι («γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά κρατάει από τη Χίο»)
3. βοηθώ, ενισχύω («τόν κράτησε η Τράπεζα και δεν χρεωκόπησε»)
4. (για χρήματα) παρακρατώ, κατακρατώ (α. «μού κρατάνε κάθε μήνα 30% από τον μισθό μου» β. «μού κράτησε τα ρέστα από το χιλιάρικο»)
5. απασχολώ, καθυστερώ («μη μέ κρατάς άλλο, γιατί βιάζομαι»)
6. (ενεργ. και μέσ.) εμποδίζω ή αναχαιτίζω προσωρινά μια ενέργεια, μια ανάγκη ή παρόρμησή μου (α. «δεν μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια μου» β. «δεν κρατιέμαι, θα πάω να τής μιλήσω»)
7. συντηρώ, διαφυλάσσω κάτι σε μια κατάσταση (α. «το ψυγείο κράτησε το φαγητό μια βδομάδα» β. «αυτές οι κάλτσες κράτησαν τα πόδια μου ζεστά»)
8. υποστηρίζω κάποιον ηθικά
9. αποταμιεύω («τί τά κρατάει τόσα λεφτά και δεν τά δίνει στο παιδί του;»)
10. διατηρώ, δεν αποβάλλω, δεν ρίχνω από πάνω μου (α. «κάθισε εννιά μήνες στο κρεβάτι, για να κρατήσει το παιδί» β. «η ελιά κράτησε τις ελιές φέτος»)
11. έχω κάποιον σε ένα μέρος και δεν τόν αφήνω να φύγει («τί τόν κρατάνε στο νοσοκομείο τόσες μέρες;»)
12. (η προστ. ενεστ.) κράτει
α) ως επιφώνημα που δηλώνει, πρόσταγμα διακοπής μιας εργασίας, μιας συνήθειας ή ενός χειρισμού
β) φρ. «κάνω κράτει»
i) σταματώ, διακόπτω
ii) συγκρατούμαι
13. μεσ. κρατιέμαι
α) βρίσκομαι σε ανθηρή κατάσταση από άποψη υγείας ή από οικονομική άποψη
β) πάσχω από παράλυση τών άκρων («έμεινε τρία χρόνια κρατημένος»)
14. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ο κρατούμενος, η κρατουμένη
αυτός που στερείται ακούσια την προσωπική του ελευθερία
15. (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) το κρατούμενο
α) ψηφίο που δηλώνει το πλήθος τών μονάδων, δεκάδων, εκατοντάδων κ.ο.κ. που περισσεύουν σε μια στήλη και μεταφέρονται σε άλλη κατά τις στοιχειώδεις πράξεις τής αριθμητικής
β) φρ. «ένα το κρατούμενο» — λέγεται για κάτι που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν ή να μην ξεχαστεί
16. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κρατημένος, -η, -ο
α) (για τιμές) αυτός που παραμένει σταθερά σε ένα επίπεδο, αυτός που δεν ανέβηκε ή δεν κατρακύλησε
β) επιφυλακτικός
17. φρ. α) «από πού κρατάει η σκούφια του;»
(συνήθως σε περιπτώσεις αμφιβολίας) από πού κατάγεται;
β) «κρατάει από μεγάλο τζάκι» — κατάγεται από επιφανή ή από εύπορη οικογένεια
γ) «κρατώ τα κλειδιά» ή «κρατώ τα ηνία» — διευθύνω, διαχειρίζομαι ή εξουσιάζω
δ) «κρατώ τα βιβλία» — σημειώνω τα έσοδα και τα έξοδα σε λογιστικό βιβλίο, τηρώ λογιστικά βιβλία
ε) «κρατώ μυστικό» ή «κρατώ το στόμα μου κλειστό» — δεν κοινολογώ κάτι, φυλάγω μυστικό
στ) «κρατώ τα μάτια μου κλειστά» — κάνω ότι δεν καταλαβαίνω
ζ) «τόν κρατώ (στο χέρι)» — τόν έχω υποχείριο, τόν κάνω ό,τι θέλω, εξαρτάται από μένα
η) «κρατώ κάποιον σε απόσταση» — δεν δίνω πολύ θάρρος σε κάποιον
θ) «κρατώ λογαριασμό» — λογαριάζω, σημειώνω
ι) «κρατώ το φανάρι» — υποβοηθώ τις ερωτικές ενασχολήσεις κάποιου, τού κάνω πλάτες
ια) «τόν κράτησε στη θέση του» — δεν τόν απέλυσε
ιβ) «κρατώ κακία» — μνησικακώ
ιγ) «κρατώ τον λόγο μου» — τηρώ τον λόγο μου, είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις που ανέλαβα
ιδ) «κρατώ τη θέση μου» ή «κρατώ την αξιοπρέπειά μου» — είμαι αξιοπρεπής
ιε) «κρατώ το ίσο» ή «κρατώ τον ρυθμό» ή «κρατώ τον χρόνο» — διατηρώ το ίσο, τον ρυθμό ή τον χρόνο
ιστ) «κρατώ τσίλιες» ή «κρατώ καραούλι» — φυλάω σκοπός, προσέχω
ιζ) «νομίζει ότι κρατάει τον παπά απ' τα γένια» — νομίζει ότι έχει μεγάλη αξία ή ότι μπορεί να ασκήσει μεγάλη επιρροή, νομίζει ότι είναι σπουδαίος
ιη) «κρατάει τον ίδιο χαβά» — δεν αλλάζει συμπεριφορά, εξακολουθεί να κάνει τα ίδια
ιθ) «κρατώ πισινή» — επιφυλάσσομαι
κ) «κρατώ πόζα» ή «κρατώ μούτρα» — εξακολουθώ να δείχνω τη δυσανασχέτηση ή την αντίδρασή μου
κα) «κρατώ κόντρα» — προβάλλω αντίσταση
κβ) «κρατώ τα μπόσικα» — προσπαθώ να εξισορροπήσω μια κατάσταση
18. παροιμ. α) «κράτα με να σέ κρατώ» — η βοήθεια πρέπει να παρέχεται και να ανταποδίδεται
β) «κάλλιο να κρατείς παρά να περιμένεις» — πιο καλά να έχεις λίγα και γρήγορα, παρά πολλά αλλά σε απώτερο χρόνο
γ) «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» — να μην είσαι εύπιστος σε μεγάλες υποσχέσεις
νεοελλ.-μσν.
1. αντέχω, έχω τη δύναμη ή την αντοχή (α. «αυτά τα παπούτσια μού κράτησαν δύο χρόνια» β. «ο κάδος τρύπησε και δεν κρατάει το νερό»)
2. έχω στη διάθεσή μου ή στα χέρια μου, έχω πάνω μου (α. «δεν κρατώ χρήματα» β. «κρατά έγγραφα ενοχοποιητικά για σένα»)
3. τηρώ, μένω πιστός (α. «κρατώ τον όρκο μου» β. «κρατώ τις παραδόσεις»)
4. διαρκώ («η εγχείρηση κράτησε πέντε ώρες»)
5. θεωρώ, νομίζω («σαν τέκνο τον εκράτει», Ερωτόκρ.)
6. (ενεργ. και μέσ.) είμαι εγκρατής, αυτοσυγκρατούμαι, αντέχω («δεν κράτησε στον πειρασμό»)
7. επιτηρώ
8. μτφ. κυριεύω («τρομάρα τον εκράτει», Ερωτόκρ.)
9. φρ. «κρατώ τα σκήπτρα» — εξουσιάζω ή είμαι πολύ ικανός σε κάτι
μσν.
1. (σχετικά με θηράματα) αγριεύω
2. υπερνικώ
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κρατημένος, -η, -ον
α) ιδιόκτητος
β) διαλεγμένος, ξέχωρος
4. φρ. α) «κρατῶ δύο μεριές» — έχω δύο δυνατότητες
β) «κρατῶ νά...» — επιχειρώ να...
μσν.-αρχ.
1. συλλαμβάνω («τότε ἐπιλαβόμενος κρατοίη τὸν Ἀχαιόν», Πολ.)
2. καταλαμβάνω, κυριεύω («καὶ πᾱσαν Αἰάν... κρατῶ», Αισχύλ.)
3. νικώ («δόλῶ δὲ τοὺς ὑπερσχόντας κρατεῑν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. μτφ. υπερισχύω («κρατεῑ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς βίος τὸν τῆς φρονήσεως», Πλάτ.)
2. ξεπερνώ κάποιον, είμαι ανώτερος από κάποιον (α. «βάρβαρον ναυσὶ κρατῆσαι», Αισχύλ.
β. «ἡ φύσις... τῶν διδαγμάτων κρατεῑ», Σοφ.)
3. έχω δίκιο, πιστεύω σωστά («ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῑ», Πλάτ.)
4. χωνεύω την τροφή («ἄλλα τε πολλά... ἤψησάν τε καὶ ὤπτησαν καὶ ἔμιξαν... ἡγεύμενοι, ὅσων μέν, ἢν ἰσχυρὰ ἦ, οὐ δυνήσεται κρατεῑν ἡ φύσις», Ιπποκρ.)
5. αποκαθιστώ, επιδιορθώνω
6. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κρατῶν
α) ο άρχοντας
β) αυτός που έχει την επικαρπία ενός πράγματος
γ) στον πληθ. οἱ κρατοῡντες
οι νικητές
7. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ κρατοῡσα
η οικοδέσποινα
8. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κρατοῡν
η διοίκηση, η εξουσία
9. φρ. «κρατῶ τῆς λέξεως» — κατέχω τη γλώσσα, χειρίζομαι ορθά τη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος
κατ' άλλη άποψη, ο τ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. τού ἐπι-κρατῶ (< ἐπικρατής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρατώ — και κρατάω κράτησα, κρατήθηκα, κρατημένος 1. βαστάζω, πιάνω κάτι. 2. αντέχω, βαστώ. 3. κατάγομαι: Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του. 4. κατακρατώ: Μου κρατήσανε ένα μισθό. 5. εμποδίζω, συγκρατώ: Μη μας κρατάς, γιατί βιαζόμαστε. 6. κατέχω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατώ — κρατάω / κρατώ, κράτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρατῶ — κρατέω to be strong pres subj act 1st sg (attic epic doric) κρατέω to be strong pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

  • συγκρατώ — συγκρατῶ, έω, ΝΜΑ [κρατῶ] 1. υποστηρίζω κάποιον ή κάτι για να μην πέσει (α. «το τοίχωμα θα συγκρατήσει τα χώματα» β. «την τελευταία στιγμή τόν συγκράτησε και δεν έπεσε στη θάλασσα») 2. κρατώ κάτι μέσα μου, δεν τό αφήνω να εκδηλωθεί νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”